- αφίημι
- ἀφίημι (AM)1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι3. απαλλάσσω, συγχωρώαρχ.Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω, αφήνω κάτι να βγει, να χυθεί ή να πέσει από πάνω μου4. (για φυτά) βλαστάνω, ανθοφορώ, καρποφορώ5. (για χρωματισμό) μεταβάλλω, αλλάζω χρώμα6. παραδίδω, διαθέτω ή παραχωρώ κάτι σε κάποιον7. (για πρόσωπα) αποπέμπω, διώχνω8. καθιστώ ή αφήνω κάποιον ελεύθερο, ελευθερώνω, (για ζώα) απολύω9. αφιερώνω, καθιερώνω10. (για στράτευμα, συνέλευση, τη βουλή ή την εκκλησία του δήμου) διαλύω11. (για σύζυγο) χωρίζω, εγκαταλείπω, διώχνω12. (για τα παιδιά) αποκηρύσσω, αποκληρώνω13. (για πράγματα) αφήνω κατά μέρος, παρατώ, απαλλάσσομαι από κάτι14. (πνεύμα, ψυχήν) παραδίδω το πνεύμα μου, ξεψυχώ15. σταματώ να κάνω κάτι, παραιτούμαι από κάτι16. δεν δίνω προσοχή, προσπερνώ, εγκαταλείπω17. (αμτβ.) αποπλέω, ξεκινώ, ανοίγω πανιάII. μέσ.1. (με ενεργ. σημ.) α) αποβάλλω, ρίχνω από πάνω μουβ) απομακρύνω κάτι από κάπου, ξεκολλώ2. (με μέσ. σημ.) α) απομακρύνομαι, αποσπώμαι, αποτραβιέμαι III. φρ. «ἀφίημι ἐμαυτὸν ἐπί τι» — επιδίδομαι με ζήλο, ρίχνομαι με τα μούτρα2. «ἀφίημι γλώσσαν» — αφήνω τη γλώσσα μου ελεύθερη, μιλώ αθυρόστομα3. «ἀφίημι φθογγήν, ἔπος, φωνάς, γόους, ἀράς» — φωνάζω, κραυγάζω, ξεστομίζω4. «ἀφίημι θυμόν...», «...ὀργὴν εἴς τινα» — αφήνω να ξεσπάσει σε κάποιον η οργή μου, ξεσπώ σε κάποιον5. (προστ. μέσ. φωνής) «ἀφείσθω ἐπὶ τοῡ παρόντος» — ας το αφήσουμε, ας μείνει στην άκρη προς το παρόν6. «ἄφες ἴδωμεν» (ΚΔ)για να δούμε, ας δούμε.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ίημι «κινώ, στέλνω, ρίχνω». Από το αφίημι προέκυψαν και τα νεοελλ. αφήνω και αφίνω].
Dictionary of Greek. 2013.